Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

2016




Χρόνια πολλά και καλά,

με υγεία, έμπνευση και δημιουργικότητα.

Ευτυχές το νέον έτος 2016 !

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

Φίδι , που σ΄έφαγε...





   Σερνόταν η ΄Ανοιξη κι ας ήταν Ιούνης.
 Ο Κίτσος έτρεχε, μπουχός , ιδρώτας και κλάμα τον μούστριζαν.
Μόνο μια μύξα σφούγγισε στο σχισμένο μανίκι.
   Είχε ξεχάσει τις λιοπάνες στο καλύβι, με συνέπεια να γυρίσει απροειδοποίητα, κι εκεί έπιασε την γυναίκα του,την Μαίρη,την αθεόφοβη, καβάλα με τον Θωμά τον θεριζεργάτη στα χωράφια.
  Την είδε τσίτσιδη στην αχυρόστρωση, κι έπαθε.
   Πριν φωνάξει τον πρόλαβε μια κραυγή κι ένα χλιμίντρισμα.
  ΄Ενα φόρτωμα καντήλια δραπέτευσαν απ΄το στόμα του, δίνοντας ώθηση στην αναπάντεχη πιλάλα, που του' λαχε .
 Νταρντάνα η Μαίρη , αμυγδαλωμάτα,με καπούλια, τό΄παιζε το μάτι.
 ΄Ολο κάτι μισόλογα άκουγε στο χωριό, αλλά τα ξεχνούσε, καθώς βολευόταν ανάμεσα στα στήθια της.
 Ταμπλάς του ήλθε με το που τους είδε και λάκιξε.
  Το είχε ορκιστεί, αν τύχαινε σ΄αυτόν τέτοιο πράγμα, να φύγει, να χαθεί από προσώπου γης.
   Κι έτσι έφυγε, κι έτρεχε, μέχρι που απόστασε.
  Πέρασε το διάσελο και διάλεξε μια πέτρα, να μην τον βλέπει κανείς και να ανασυντάξει τις σκέψεις του.
Δεν είχε δει ,στο σάστισμά του, την οχιά κάτω από την πέτρα.
Από μικρό τον ταλάνιζε η μητρική κατάρα...''Φίδι που σ΄έφαγε....''

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

Εφιάλτης...

      Ξημερώνει παραμονή Χριστουγέννων, κι εδώ και λίγη ώρα στριμώχνεται στο μπαλκόνι του τρίτου, κάτω από ένα τσίγκο,  που σκεπάζει δυο λίμπες λαδιού. Βρέχει καταρρακτωδώς και δεν μπορεί να καταλάβει, αν ο ήχος της βροχής ή η αγωνία του, τρυπούν τα μηνίγκια του.
  Ο Ορφέας τα έχει, εδώ και τρεις μήνες, με μια ξανθιά καλλονή , που συμβαίνει να είναι παντρεμένη. Ο έρωτάς τους έχει σπάσει το φράγμα της λογικής και παρασύρει στο πέρασμά του κάθε συμβατικότητα.
  Πρώτη φορά πήγε στο σπίτι της, γιατί τον διαβεβαίωσε, λέγοντάς του ότι αυτή έχει την ευθύνη, ότι ο άντρας της πήγε στο χωριό του, να φέρει χωριάτικη γαλοπούλα, που του άρεσε, και θα γύριζε την άλλη μέρα , το βράδυ.
  Πήγαν αποβραδίς στα μπουζούκια, διασκέδασαν μέχρι τα ξημερώματα, πήρε και το χειροκρότημά του από το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας  που χόρεψε και γύρισαν στο σπίτι της ,να  σβήσουν την φλόγα τον έρωτά τους, σαν... στο σπίτι τους.
   Στην κορύφωση της ιεροτελεστίας χτυπάει το κουδούνι του διαμερίσματος, κι απότομα πετάγεται η  ΄Ασπα και του λέει τρομαγμένη...''πω, πω, ο άντρας μου !''
  Σηκώνεται έντρομος ο Ορφέας , φοράει όπως όπως το παντελόνι και το πουκάμισό του και παίρνοντας τα υπόλοιπα παραμάσχαλα, βγαίνει στο μπαλκόνι, που του υπέδειξε.
  Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει, μέχρι που κάποια στιγμή βγήκε εκείνη  και του είπε ψιθυριστά...''όταν σου πω θα έλθεις.Μην κουνηθείς από εκεί !''
  Νοιώθει πως έχουν περάσει χρόνια, καθώς τρεμοκουκουρίζει απ΄το κρύο περιμένοντας, κι ενώ η άβολη θέση του επιβαρύνεται από τον υπερκείμενο τσίγκο, καθώς από μια τρύπα του πέφτουν στον σβέρκο του σταγόνες , που αυλακώνουν την ραχοκοκαλιά του, σαν μαχαίρι.
  ΄Εχει φωτίσει για τα καλά και μπορεί να βλέπει κάτω στον δρόμο παιδιά ζυγιές- ζυγιές ,να περνοδιαβαίνουν για τα κάλαντα.
   Δίπλα του μια γάτα στέκεται με οίκτο στα μάτια, που στην αρχή του έμοιαζαν εχθρικά. Του συμπαραστέκεται, σχεδόν συνωμοτικά.
  Ξαφνικά ακούγεται η μπαλκονόπορτα και πριν φουντάρει απ΄την τρομάρα του, , βγάζει η  Άσπα το κεφάλι και του λέει ...''έλα γρήγορα !''
Τον οδηγεί γρήγορα στο ασανσέρ, που είχε με το ροδάκι της πόρτας  εγκλωβίσει, του δίνει ένα πεταχτό φιλί και του λέει,..''φύγε γρήγορα, τον έχω στείλει μια στιγμή στην αποθήκη. Θα τα πούμε ''
  Κατέβηκε και έφυγε τρέχοντας, με σκυμμένο κεφάλι, να φαίνεται  σαν παιδί που πάει για  τα κάλαντα.
  Πήγε κατευθείαν στην πρώτη εκκλησία, που βρήκε μπροστά του.
 ΄ Αναψε ένα κερί, ευχαριστώντας τον Χριστούλη που γεννιέται , μιας και γλύτωσε το ξύλο , Χριστουγεννιάτικα...
   Α, έδωσε και  μια υπόσχεση ....κομμένα με το μαχαίρι τα ξένα σπίτια....

Κνάκαλος

Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2015

Η φίλη...

      H Ζακλίν  μπροστά από ένα τηλέφωνο κι έναν καφέ, τον τρίτο στη σειρά,αναλογίζεται και λέει φωναχτά στην αδελφή της την Πουπέτ : ''Τι έχει τραβήξει κι εκείνος ο μπαμπάς μας...''.
  Περιμένουν ένα τηλέφωνο από την μαμά τους στην Ελλάδα, να τους αναγγείλει , πως ο πατέρας τους βγήκε από το χειρουργείο και πήγαν όλα καλά.
  Η μιάμιση ώρα που τους είχε πει ο γιατρός, έχει γίνει πεντάωρο και η αγωνία τους έχει κορυφωθεί.
      ΄Ολα γίναν ξαφνικά κι αναπόδραστα, όπως στο ντόμινο.
     Είχε η Ζακλίν την φαεινή ιδέα να πάνε, από την Αγγλία που μένουν, στο Παρίσι για ένα τριήμερο, για να γιορτάσει τα γενέθλιά της στην πόλη του φωτός.
  Είχε κανονίσει τα πάντα ή  έτσι νόμιζε.
  Στο Παρίσι, , ζει κι εργάζεται η φίλη της η Ράνια.
  Μεγαλύτερη ήταν , είχαν συμπέσει στην ίδια πόλη , όπου έκαναν το διδακτορικό τους και διάφορα γεγονότα, μαζί με την κοινή καταγωγή από την Ελλάδα, τις είχαν δέσει με μια φιλία, που δεν την είχαν σκιάσει σύννεφα. Οι όποιες αμφιβολίες προέκυπταν ήσαν συγγνωστές ατέλειες, που δεν ήσαν ικανές να δοκιμάσουν δυο φίλες που πίστευαν  στον ίδιο θεό και προσεύχονταν τακτικά στην Ελληνορθόδοξη εκκλησία.
  Την φίλη της στο Παρίσι, είχε ξαναεπισκεφθεί το καλοκαίρι και είχαν περάσει αρκετά όμορφα. Της είχε βγάλει βέβαια η Ράνια κάποιες απολυτότητες , αλλά η Ζακλίν δεν τις είχε σπουδαιολογήσει.
  Είχε ειδοποιήσει την φίλη της έγκαιρα, ότι θα πήγαιναν μαζί με την αδελφή της και δεν είχε νοιώσει αντίρρηση ή ενόχληση, δεδομένου ότι η Ράνια συμπαθούσε την Πουπέτ.
  ΄Εφθασαν στο Παρίσι το πρώτο βράδυ , η Ράνια τις καλοδέχτηκε, κι επειδή την επόμενη θα πήγαινε στην δουλειά της ,τους άφησε τα κλειδιά του σπιτιού.
  Το σπίτι βρισκόταν σ΄ένα προάστιο το  Μοντρούζ , λίγο μακριά απ΄το κέντρο του Παρισιού.
 Την επόμενη τα κορίτσια κατέβηκαν στο Παρίσι,χρησιμοποιώντας το τρένο, να δουν τ΄αξιοθέατα και να απολαύσουν τις βιτρίνες και τα καταπληκτικά καφέ.  Μάλιστα παρέτειναν τον χρόνο, μέχρι το βράδυ, για να αφήσουν χωροχρόνο στην Ράνια, να ξεκουραστεί και να μην αισθανθεί, πως καταπιέζεται από την παρουσία τους.
  Γύρισαν στις 8 η ώρα, κι όταν μπήκαν στο σπίτι η Ράνια άρχισε μια κουβέντα, συνέχεια από την προηγούμενη μέρα, τελείως αναίτια κι ανούσια.
  Η Ράνια είναι των θετικών επιστημών και οι αδελφές είναι ευδιάκριτα ήδη μέλη της παγκόσμιας κοινωνίας των ανθρωπιστικών επιστημών, με αξιόλογες δημοσιεύσεις στα μεγαλύτερα περιοδικά της Δύσης.  .
  Αφού ρωτούσε να μάθει τα ισχύοντα περί των διδακτορικών στις ανθρωπιστικές επιστήμες, έκανε αντιστοιχία με τα συμβαίνοντα στις θετικές επιστήμες και στο τέλος έκανε αξιολογικές κρίσεις , ευθέως υποτιμητικές για τις σπουδές των αδελφών σε σχέση με τα δικά τους.
  Η Ράνια καθόταν οκλαδόν στο κρεββάτι της και ως γκουρού είχε αναπτύξει μια εισαγγελική ''κοπτοραπτική'', προδήλως μπακαλίστικη, κι επίμονη, που είχε φέρει σε εξαιρετικά άβολη και δύσκολη θέση τις δυο αδελφές, που στέκονταν απέναντι τηςμε έμφυτη σεμνότητα, όρθιες σαν σχολιαρόπαιδα, αφού ούτε να καθίσουν δεν τις άφησε.
  Η Ζακλίν ως μεγαλύτερη αντιδρούσε και προσπαθούσε να επιχειρηματολογήσει, με βάση την λογική και την αλήθεια, αλλά η Ράνια δεν σήκωνε κουβέντα, ούτε έδειχνε διάθεση να σταματήσει, πριν τις ισοπεδώσει. ΄Ηταν ερειστική και καθώς περνούσε η ώρα δεν μπήκε ούτε στην διαδικασία να διακόψει, για να κατεβάσει το στρώμα από το πατάρι για να ξαπλώσουν, αφού ήταν περασμένη η ώρα.
  Η Πουπέτ είχε χλωμιάσει από την αμηχανία, την ορθοστασία  και την κούραση. ΄Ενοιωθε πως θα λιποθυμούσε και οι φλέβες του προσώπου της έκαναν συνεχείς συσπάσεις από την άδικη κι ενοχλητική κριτική, που άκουγε επί πεντάωρο να εξακοντίζεται προς το μέρος τους.
  Κάποια στιγμή η Ζακλίν, βλέποντας και την χλωμή αδελφή της να υφίσταται χωρίς  λόγο την αφιλόξενη κι αγενέστατη ''φίλη'' της , ξεπέρασε την έμφυτη συστολή της και ξεσπάθωσε....
- ''Είσαι απαράδεκτη. Μας έχεις πέντε ώρες και μας κατακεραυνώνεις χωρίς ουσιαστικό λόγο, ενώ υποτίθεται , ότι μας φιλοξενείς.
  Γυρίζει στην αδελφή της και της λέει με έκδηλη αγανάκτηση.
  '' Πάμε να φύγουμε Πουπέτ.''
 Μάζεψαν τα πράγματά τους γρήγορα και βάζοντάς τα φύρδην μίγδην στην βαλίτσα, της άφησαν το κλειδί , κι έφυγαν .
  Η ώρα ήταν μία και μισή τα μεσάνυχτα. ΄Εξω σκοτάδι. Τα κινητά τους με 15% μπαταρία.
  Βρίσκονταν σ΄ένα άγνωστο στην ουσία μέρος, χωρίς να έχουν αποθηκευμένα τηλέφωνα άμεσης ανάγκης και χωρίς να λειτουργούν οι συγκοινωνίες, λόγω του προχωρημένου της ώρας.
  Περπάτησαν στην λεωφόρο Περιέ , ψάχνοντας για ταξί, αλλά τζίφος.
  Εκείνη την στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο της Ζακλίν δυο φορές και σταμάτησε . ΄Ηταν η τελευταία κλήση της Ράνιας, η οποία προφανώς πήρε τηλέφωνο και το μετάνοιωσε από τον αρρωστημένο εγωϊσσμό της.
  ΄Εκανε κρύο, που το πολλαπλασίαζε  το σκοτάδι, ο φόβος και η απόγνωση.
   Ευτυχώς τους έκοψε και πήραν την μικρή τους αδελφή στην Ελλάδα.
  Της είπαν εν ολίγοις τα καθέκαστα, με την δέσμευση εκ μέρους της να μην πει τίποτα εκείνη την στιγμή στους γονείς τους , κι ανησυχήσουν και της ζήτησαν να βρει μέσω του διαδικτύου κάποιο κοντινό, στην περιοχή που βρίσκονταν, ξενοδοχείο.
  Πράγματι η μικρή Ρεμί τους βρήκε ένα ξενοδοχείο και τους έδωσε το τηλέφωνο, αλλά επειδή δεν είχε διαθέσιμα δωμάτια, τους βρήκε ένα άλλο ξενοδοχείο, λίγο πιο μακρυά.
  Στο μεταξύ όμως οι δυο αδελφές δεν μπορούσαν να βρουν ταξί , έκλεισε από μπαταρία το ένα τηλέφωνο και προσπαθούσαν από κάποιον διερχόμενο να βρουν κάποιο τηλέφωνο για ραδιοταξί.
  Οι διερχόμενοι ήσαν όλοι πιωμένοι, επιστρέφοντες προφανώς από κάποιο μπαράκι και βλέποντας τα δυο μόνα κορίτσια  άρχιζαν το φορτικό καμάκι.Μάλιστα ένας, που δεν τον έκοψαν και για καλής πάστας, προσφέρθηκε να τους πάει με το αυτοκίνητό του στο ξενοδοχείο.
  Ο φόβος τους είχε πολλαπλασιάσει τους χτύπους της καρδιάς , που ετοιμαζόταν να σπάσει.
  Πήραν τηλέφωνο στο ξενοδοχείο, κι αφού τους είπε ο ρασεψιονίστ ότι υπάρχει διαθέσιμο δωμάτιο, ζήτησαν πολύ ευγενικά, να τους στείλει ένα ταξί , για να τους παραλάβει.
  ΄Ομως ο υπάλληλος του ξενοδοχείου ήταν απρόθυμος να τις εξυπηρετήσει, είτε γιατί αυτή ήταν η πολιτική του ξενοδοχείου, είτε γιατί φοβόταν τυχόν φάρσα.
  Ξάφνου σκέφτηκαν να απευθυνθούν στην Αστυνομία κι επειδή το τηλέφωνο ήταν κατειλημμένο ξανατηλεφώνησαν στο ξενοδοχείο, για να παρακαλέσουν για μια ακόμη φορά. Η μπαταρία του κινητού έπνεε τα λοίσθια και σε λίγο θα ήσαν έρμαιες στο πουθενά , μες το σκοτάδι , το κρύο και τ΄αγιάζι. Στο άγνωστο με αντίπαλο τον τρόμο.
  Είπαν στον ρεσεψιονίστ, ότι θα απευθυνθούν στην Αστυνομία, που αφήνει δυο αλλοδαπές κοπέλες μέσα στην άγρια νύχτα, και κάπου , μετά από την πολύ πίεση ευαρεστήθηκε ο υπάλληλος να τους στείλει ένα ταξί.
  Το ταξί τους τηλεφώνησε , ότι θα έφθανε σε μισή ώρα.
  ΄Εκλεισαν το κινητό για λίγο, μην μείνουν από τηλέφωνο και περίμεναν τρέμοντας από το κρύο, με μάτια στεγνά και τον φόβο να τους κόβει την ανάσα.
  Διερχόμενοι τις πείραζαν (ποιος ξέρει τι θα σκέφτονταν για τις δυο τους , άγρια μεσάνυχτα).
  ΄Ενα πράγμα τις κρατούσε όρθιες...
  Η οργή τους για την υποτιθέμενη φίλη και η θέλησή τους να μην πέσουν στην ανάγκη της.
   ΄Ηλθε το ταξί σε σαράντα πέντε λεπτά και τους πήγε στο ξενοδοχείο , το οποίο απείχε, από εκεί που βρίσκονταν, μισή ώρα.
  ΄Εφθασαν στο ξενοδοχείο στις 4 η ώρα και μετά τα διαδικαστικά ανέβηκαν στο δωμάτιο και το πρώτο που έτρεξαν να κάνουν ήταν να βάλουν τα κινητά τους στον φορτιστή.
  ΄Ηθελαν να μοιραστούν την εφιαλτική εμπειρία με την μικρή τους αδελφή στην Ελλάδα, που ξαγρυπνούσε με αγωνία.
  Η Ρεμί με την ευαίσθητη και παιχνιδιάρικη φωνή της ,στο άκουσμα της φωνής της Ζακλίν, αφού καθησύχασε ότι βρισκόντουσαν στο ξενοδοχείο,την επανέφερε στην πραγματικότητα.
  ''Χρόνια πολλά αδελφήηηη  !''
  Τότε συνειδητοποίησε η Ζακλίν τα γενέθλιά  της κι έβγαλε ένα χαμόγελο ανακούφισης, όπως κάθε φορά που τελείωνε ένα διαγώνισμα στο σχολείο.
  Η Πουπέτ επανέλαβε τα ''χρόνια πολλά'' αμέσως μετά την Ρεμί και θέλοντας να διώξει τα μαύρα σύννεφα της σημειολογίας, που εποφθαλμιούσε , είπε με  επιτηδευμένο στόμφο στην Ζακλίν.
 -''Είσαι μεγάλη , Ζακλίν , σε παραδέχομαι. Μετά το σημερινό δεν πρόκειται να σε λυγίσει τίποτα. Είμαι σίγουρη !''
  Τότε η Ζακλίν αντικατέστησε το δειλό τσίγκινο μειδίαμα, μ΄ένα τεράστιο ολάνθιστο χαμόγελο, ορθώνοντας το καταπονημένο της κορμί....'' Ευτυχώς που έχω αδελφές διαμάντια ! ''
   Η μέρα κύλισε , μετά τα απρόοπτα , όμορφα. ,Μάλιστα οι δυο αδελφές άλλαξαν ξενοδοχείο και πήγαν στο κέντρο του Παρισιού.
   Την επόμενη το πρωί οι γονείς έμαθαν τα καθέκαστα από την μικρή τους κόρη, με την σειρά που αρμόζει στην ψυχολογία. Πρώτα η μαμά , κι από την μαμά, με τον κατάλληλο προϊδεασμό, ο πατέρας.
  Ο πατέρας,  αυστηρός, αλλά καλόγνωμος με πολύ μοντέρνες ιδέες,λάτρης της γαλλικής κουλτούρας , με ευθεία επιρροή από την γαλλική επανάσταση του 1789, αλλά και την εξέγερση του Μάη του ΄68 , στο άκουσμα των ειδήσεων απογοητεύθηκε. Κυρίως από την Ράνια, που την γνώριζε από την Αγγλία. Την είχε πρωτοδεί στην εκκλησία και είχε συζητήσει αρκετές φορές μαζί της, πατρικά.
  Θυμήθηκε ότι κάποιος κοινός φίλος του είχε εκμυστηρευτεί , ότι το κορίτσι αντιμετώπιζε κατάθλιψη. Τότε το είχε προσπεράσει, θεωρώντας το ως κακεντρέχεια, και το είχε αποδώσει στην πίεση που βιώνουν οι διδακτορικοί φοιτητές.
  Κατάπιε μια πίκρα και προσπάθησε αρχικά να δικαιολογήσει την κατάσταση, για να κάνουν ως οικογένεια ψύχραιμη εκτίμηση, μετά από μερικές μέρες.
  Βέβαια μέσα του μετατοπίζονταν συθέμελα τα ζωτικά όργανα, όπως οι σεισμογενείς πλάκες κι ελλόχευε μια έκρηξη...
  ΄Ηλθε ξαφνικά την νύχτα, στον ύπνο του. Ξεκίνησε σαν πόνος στο στομάχι και φούσκωμα.
  Πυρετός κι ανησυχία. Ταλαιπωρία,ο ένας γιατρός μετά τον άλλο, νοσοκομείο,
 εξετάσεις και κόντρα εξετάσεις.
  Κρυφόλογα γύρω γύρω με νόημα (...φορτώνει κι αυτός), μέχρι να διασαφηνισθεί η διάγνωση.
  Πέτρα στην χολή και χολοκυστίτιδα.
  ... Το τηλέφωνο χτυπάει. και στην οθόνη εμφανίζεται το λογότυπο ..ΜΑΜΑ.
  Η μητέρα των κοριτσιών τους ανήγγειλε, ότι ο πατέρας τους βγήκε  και είναι μια χαρά.
  Τους είπε ότι καθυστέρησε η εγχείρηση, γιατί είχε πολλές συμφύσεις , που απαιτούσαν λεπτούς και χρονοβόρους χειρισμούς.
  ΄Ακουσαν από το βάθος και τον πατέρα τους να λέει...
 ''Γειά σας αγάπες μου ! ''
    Η Ζακλίν κοίταξε κάτω από το παράθυρο. Κόσμος ερχόταν από το εμπορικό κέντρο, ενώ ο ήλιος τους είχε θυμηθεί μετά από πολλές μουντές μέρες .
  ΄Εριχνε τις χρυσοκίτρινες αχτίδες του στα απέναντι νεοκλασικά κτίρια , φτιάχνοντας πανέμορφες ηλιογραφίες στο οδόστρωμα.
   ΄Ενα ''ουφ'' απ΄τα έγκατα της ύπαρξής της έστειλε την ενοχή που φώλιαζε μέσα της στο πολυκαιρισμένο βιβλίο της μνήμης.
   Ευτυχώς, είπε κι έκανε τον σταυρό της.

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2015

Στουμπάω, στουμπίζω-στούμπηγμα

Στουμπάω, στουμπίζω = Κτυπάω με δύναμη και λιώνω, θρυμματίζω, συμπιέζω .
                                           Χρησιμοποιείται από πολύ παλιά για τα κτυπήματα , που έχουν συντριπτικά αποτελέσματα.
                                         Λένε π.χ. ''στουμπάω τις μπριζόλες'' , που σημαίνει κοπανάω με κάποιο βαρύ ( σιδερένιο) αντικείμενο τις μπριζόλες .
                  '' ΄Επεσα και στούμπησα τα γόνατά μου'', που σημαίνει έπεσα και κτύπησα (τραυμάτησα) τα γόνατά μου.
                 '' Πρόσεχε με το σφυρί, θα στουμπήσεις το χέρι σου'', που σημαίνει πρόσεχε με το σφυρί ( πως κτυπάς) θα τραυματίσεις το χέρι σου.
                   ''Δεν προσέχει και είναι όλο στουμπήγματα'', που σημαίνει ότι δεν προσέχει και είναι γεμάτος μελανιές.-

Λόγια μ΄αμπέχωνο

      Tα λόγια μου πλυμένα ασπρόρουχα στο σκοινί απλωμένα.
Σκοινί κορδόνι χωρίς φιόγκο.
Οι ιδέες- φλασιές που περνούν βολίδα, σαν αυτοκίνητα της formula 1.
Τι θέλουν κι αυτές στην ψυχρολουσία μας ;
Μας προκαλούν τα κανάλια κι η κυβέρνηση  σε ALS Challenge, κι εμείς ποιούς να ονομάσουμε-για συνέχεια στην πρόκληση,τα παιδιά μας ή τον γείτονα.
 Μοιραία τρώμε κάθε μέρα το μπουγέλωμα για προσφάι.
   Περνάνε κι οι ιδέες που προείπα , πετάνε τα νερά απ΄την γούρνα γύρω μας, πιτσιλίζοντας με λάσπες τα ασπρόρουχα.
  Φταίνε μετά τα λόγια , που μοιάζουν ένοχα ;
  Αγνά γεννιούνται σαν βγαίνουν στο φως, με τις καλύτερες των προθέσεων.
  ΄Ελα όμως που βγαίνουν σε μολυσμένο περιβάλλον.
    Τι να πεις σ΄ένα βομβαρδισμένο τοπίο για τον έρωτα ( προφανώς άσχετο στην κουβέντα .).
   Απόκαμαν τα λόγια, πέταξαν τα λευκά τους κι έβαλαν μπότες , ρούχα παραλλαγής, κι αμπέχωνο.
  Ακόνισαν τις γωνίες τους, σμίλεψαν πόλεμο τις καταλήξεις, κι έκαναν τις συλλαβές τους παραγγέλματα.
  Δεν είναι για περικοκλάδες και φιοριτούρες, κι απ΄την γραμματική εκείνο που σώθηκε
είναι το ποιητικό αίτιο.
   Ηχούν τα λόγια ρυθμικά για να εμπεδωθεί ο αγώνας.
   Να μείνει ο αντίλαλος στους τοίχους σύνθημα και να πιάσει ο λαός το παρασύνθημα.
   Κι η μουσική να σημάνει επαναστατική, να σύρουν τα λόγια  βαριά το βήμα τους στους δρόμους, που΄χουν κάνει κατάληψη τ΄αυτοκίνητα.
 ΄Ολο και πιο λίγος χώρος μένει για το κοινό.
   Οι μάντρες του ιδιωτικού μέχρι έξω.
  Λαός μικρός.
  ΄Οχλος πολύς.
 Τα δικά μας από μέσα.
  Και του κράτους (αλίμονο) δικά μας.
  Κοινά είναι των άλλων (που ξέρω εγώ που και πως τα βρήκες).
  Κι ύστερα σου λέει τα λόγια πετούν...
   Πως να μην πετάξουν, αφού δεν περισσεύει δρόμος να διαβούν, πλατεία ν΄ακουστούν, λιμάνι για να φύγουν.
 Αύριο κληρώνει, έλεγαν παλιά οι λαχειοπώλες στην Ομόνοια.
  Στο τέσσεροοοο...
  -Στα τέσσερα ποτέ.
  -Στα δυο κι ανάλαφρα.
 -΄Οπου φύγει, φύγει...στο άλλο σύννεφο.
     Τις μέρες είναι το πρόβλημα, που μας βλέπουν, κι όλο ζητάνε.
   Δόσεις, δόσεις...έγινε το κράτος δοσάς .
  Η νύχτα είναι δική μας...και το φεγγάρι , έχει για όλους
  Ακόμη στον έρωτα δεν βάλαν ΦΠΑ..
    Είπα...Μίλησα, κι αμαρτίαν ουκ έχω...
  Το παιχνίδι να ξεκινήσει απ΄την αρχή.
  Τα χέρια όλοι πάνω στο τραπέζι ανάποδα.
 ΄Οπως στην τράπουλα.
      -Δικαιοσύνη, αδέρφια !

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2015

Πονηριά !

     Μύγα δεν σήκωνε.
  ΄Ελεγε με στόμφο, πως ήταν λεβέντης ασίκης και καραμπουζουκλής.
  Μέχρι που έπεσε στην κέντα, όταν σε καυγά έγινε θύμα ύπουλης μαχαιριάς.
    Σώθηκε, αλλά έμεινε αρκετά κατάκοιτος στο κρεβάτι.
   Είδε κι απόειδε κι έκανε προσευχή και τάμα.
''Αν γίνει καλά,να περπατήσει δεκαπέντε χιλιόμετρα μέχρι το εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων έχοντας στις παπουτσοπατούσες φασόλια.''.
   Και το θάμα έγινε .
  Ξεγέρεψε ,αλλά  πλησιάζοντας η μέρα  υλοποίησης του τάματος , το έζωναν τα φίδια.
   Πως θα περπατούσε ; Θα πλήγιαζαν τα πόδια .
   Τι θα έλεγαν οι χωριανοί, βλέποντάς τον ;
   Κατάθλιψη...
   Παραμονή , 30 Ιούνη, ξεκίνησε μαζί με όλους απ΄το χωριό, περπατώντας αγέρωχος.
  ΄Εφτασε άνετα , πρώτος απ΄όλους.
Στην δικαιολογημένη απορία των συγχωριανών για το τάμα, απαντούσε ξαλαφρωμένος...
   - Φασόλια είπα.
     Ε ,....τά΄βαλα βρασμένα !

Σάββατο 13 Ιουνίου 2015

Τραυματική εμπειρία...

  Ακουμπούσε το κεφάλι μου στην επιφάνεια του νερού.
 Εκεί που καθρεφτιζόμουν , όταν ξεδιψούσα απ΄τον κουβά. Μα τώρα ήταν αλλιώς.
  Είχα βρει στα σκουπίδια στο χωματόδρομο ένα πεταμένο πορτοφόλι  με φωτογραφία ημίγυμνης  μέσα του και το είχα πάρει.
  Ο πατέρας μου βλέποντάς το, πίστεψε ότι το έκλεψα, κι αφού με  έδειρε, με έδεσε με την φαρδιά ζώνη και με κρέμασε κατωκέφαλα, στο πέτρινο πηγάδι.
Στο λαιμό μου ήταν κόμπος η αδικία,ο φόβος, το κλάμα κι η ανάσα.
Από τότε μου έμεινε η γκρίζα γεύση του τρόμου. Και η εικόνα του ήλιου μέσα απ΄το πηγάδι.
Με λύτρωσε απ΄το μαρτύριο σχετικά γρήγορα.
Μεγάλη τρομάρα, γιατί έκτοτε βρίσκω χρήματα στον δρόμο και δεν σκύβω να τα  πάρω.
Και με κοροϊδεύουν ...


Το διήγημα δημοσιεύθηκε στο... 120 λέξεις...






Παρασκευή 15 Μαΐου 2015

Τα κομμάτια του ''είναι '' ...

   Να γράψω λες και χτυπάς τα πλήκτρα στο πληκτρολόγιο.
  Μια μουσική που δεν έμαθες, παρά να βαράς δυο-τρία δάχτυλα στο τραπέζι, παρασταίνοντας τον  ήχο απ΄το τύμπανο.

  ...Η αφεντιά μου, αυτοπροσώπως.
  Αυτό που φαίνεται ,με ένα κομμάτι του ''είναι''.
  Εκείνο που έμεινε παιδάκι, ζαχαρώνοντας τις αναμνήσεις.
 Σκέψεις πολλές, ασύντακτες, στριμώχνονται κάθε τόσο, ποια θα κάτσει πρώτη στου μυαλού την τζαμαρία.
  Επικρατεί πάντα εκείνο το παιδάκι, που προσπαθούσε να κουμαντάρει την χειροποίητη βαρκούλα στο ανταριασμένο τσιμενταύλακο.
  ...Θα ασβεστώσει πάλι το παιδάκι το ραγισμένο παλιόσπιτο, το ρυτιδιασμένο κορμί, από τα κονταροχτυπήματα, που κάνουν οι φόβοι και οι αντιρρήσεις, στο πίσω μέρος του μυαλού.


  Τ ι πιστεύετε ότι είμαστε ;
  Αυτό που φαίνεται ή τάχα αυτό, που θέλουμε να δείξουμε ;
  Μια γερασμένη διμοιρία είμαστε σε ένα, που βάζουμε μπροστά  άλλοτε τον πιο μικρό και θαρραλέο, κι άλλοτε τον πιο τολμηρό,μ΄ένα ποτήρι ποτό κι ένα τσιγάρο στο χέρι, να βρουν τον δρόμο.
  Μέσα μας οι φοβίες, οι ανασφάλειες, τα κολλήματα, οι αρρώστιες, οι προλήψεις και οι δεισιδαιμονίες δίνουν μάχη χαρακωμάτων, να μείνουμε άνυδρο κουφάρι στην έρημο.
  Από κοντά και η σκιά μας , γιατί πρέπει κάποιος άγνωστος να μας κυνηγάει.
  Στα μπροστινά καθίσματα στριμώχνονται οι ρόλοι.
  Απαιτητικοί και διαφορετικοί με σχέσεις αλληλεξάρτησης με τις πίσω θέσεις.
  Γιος, πατέρας, σύζυγος, εραστής, πελάτης, αφεντικό, επιβάτης,επισκέπτης, περιπατητής, γυμναζόμενος, αβοήθητος, κλέφτης και απατημένος, ικέτης κι ελεήμων.
   ΄Ολοι θέλουν να φτάσουν στον προορισμό τους, τσακώνονται μεταξύ τους για την πρωτοκαθεδρία , σπρώχνονται και κάθε φορά τους βγάζει από το αδιέξοδο, ο αντίστοιχος ρόλος για την ανάγκη ή τον κίνδυνο.
  Ψάχνουν να οργανωθούν , να πάνε όλοι μαζί, μα στο τέλος... είτε ο τρελός θα τους οδηγήσει, γιατί έχει μια ιδέα και δεν σηκώνει και πολλά.
  Είτε το παιδάκι, που παραμονεύει  σε μια γωνιά,  κρατώντας άσβεστη κι ανόθευτη την ελπίδα, θα τους ξαναδώσει κουράγιο με τις θύμησες και την τόλμη, που φοράει το παιδικό πουκάμισο της αφέλειας.

  Ξαναείδα την αφεντιά μου στο χωριό...΄Οπως μπόρεσα , καθώς καθρεφτίστηκα φευγαλέα σε μια γούρνα του δρόμου.
  Θυμάμαι περπάτησα προς την πλατεία..
  Εγώ, το παιδί μέσα μου δηλαδή, ο γιος πού΄χασε τον πατέρα του...
  Ο πατέρας και σύζυγος,φίλος, συγγενής,γείτονας, χωριανός και ξένος...
  Φευγάτος και παλιννοστήσας..
  Κομμάτια σφιχταγκαλιασμένα ,κουβάρι, κατηφόρισαν...
Κουμάντο έκανε το παιδί μέσα μου... Οικείος ο χώρος γιαυτό..
  Ξυλιασμένα τα χέρια μου, τ΄αυλάκωνε το κομπολόι τα δάχτυλα...
  Κόβονταν , όπως τότε ,που κουβαλούσα νερό με το παγούρι απ΄το μοτέρ, απέναντι απ΄τον Αη Γιώργη.
  ΄Αλλαξαν πολλά τριγύρω. Δυσκολεύεται το παιδί να συνταιριάξει τις αναμνήσεις.
  Και τα πρόσωπα αλλαγμένα απ΄την αμμοβολή του χρόνου, χρειάζεται προσπάθεια να σμίξει το ''μοιάζει'' με το ''είναι''.΄Ασε που πολλοί και καλοί μετακόμισαν στους Αγίους Αναργύρους, θεός συγχωρέσ΄ τους...

  Από τις λίγες φορές που όλα τα κομμάτια μόνιασαν και πειθάρχησαν πίσω απ΄το παιδί μέσα μου.


  ΄Ισως κι η τελευταία...